Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Στον τύραννο


Διαβάζοντας εχθές ένα έργο του Ιωάννη Κονδυλάκη, σταμάτησα στο παρακάτω απόφθεγμα:
Στ
ν τύραννο
Ε
πε τ κλμα στν τράγο, πο ττρωγε: «Κις τ ρίζα ν μ φς, πάλι θ βλαστήσω κα θ δώσω τό κρασ ν χαροκοπήσουν κενοι πο θ σ βάλουνε στ σούβλα».
Είναι η τελευταία παρακαταθήκη ή διαθήκη του νεωτεριστή δασκάλου στα χρόνια της τουρκοκρατίας στην Κρήτη.
Είναι πάντα επίκαιρο, και απευθύνεται στους κατά καιρούς τράγους, που τρώνε τον ρωμιό. Πάντα τελικά καταφέρνει να ανταπεξέλθει, και να αναρωτιέται πως τα κατάφερε, και με την χαρακτηριστική φαγωμάρα του, να προκαλεί τον επόμενο τράγο.
Αυτήν την εποχή, ο τράγος που τρώει τον ρωμιό ονομάζεται ΔΑΝΙΚΑ.
Αναρτήθηκε από ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΣΑΜΙΟΣ στις 4:34 π.μ. 1 σχόλια Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση

"Μια φάτνη τέσσερεις βοσκοί τρεις μάγοι κι ένα αστέρι
Του Θεανθρώπου η γέννηση ό,τι ποθείς να φέρει."
Αναρτήθηκε από Δασκαλογιάννης στις 5:12 π.μ. 0 σχόλια Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση
 
Οι νεκροί λένε στους ζωντανούς
" ...Είχαμε πολλές δουλειές.....
Τις αφήσαμε όλες....
και φύγαμε......"
Αναρτήθηκε από Δασκαλογιάννης στις 3:31 π.μ. 0 σχόλια Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση

Ο συντομότερος δρόμος:

"Σπεύσε βραδέως και σύντομα θα φτάσεις στον προορισμό σου" ΜΙΛΑΡΕΓΙΑ (1052-1135) ΘΙΒΕΤ
θΥΜΆΜΑΙ... Στο Γυμνάσιο, -έτσι το λέγαμε τότε- είχαμε ένα καθηγητή φιλόλογο, Π.Ε.
Από το χωριό του που έμενε, μεταφερόταν με ένα παλιό ΦΙΑΤ, για να πάει στο σχολείο. ΄Εφευγε 7,30 το πρωί για να διανύσει μια απόσταση 6-7 χιλιόμετρα. Μετά απο λίγη ώρα ξεκινούσαν και τα παιδιά του χωριού κι αυτά για το Γυμνάσιο με τα ποδήλατά τους.
Στη μέση περίπου της διαδρομής τον συναντούσαν τα παιδιά. Τον προσπερνούσαν, και έφταναν με τα ποδήλατα νωρίτερα απο τον καθηγητή. Αυτό γινόταν κάθε μέρα.
Κάποια μέρα σκέφτηκαν.
- Να τον ρωτήσουμε, γιατί δεν πάει πιο γρήγορα. -Γιατί πάει τόσο σιγά, και δεν τρέχει λίγο, και τον προσπερνάμε και φτάνουμε γρηγορότερα στο σχολείο.
-Τον ρώτησαν και πήραν την εξής σοφή απάντηση (με τη βραχνή χοντρή φωνή του) :
--Εγώ μπρέ παιδιά, πάω αργά, για να φτάσω γρήγορα. (σίγουρα).
Τότε γελάσαμε γιατί δεν καταλάβαμε την απάντηση και τη σοφία που έκρυβε.
Όταν μεγαλώσαμε ίσως κάτι καταλάβαμε.
Τώρα συνδιάζω εκείνη την απάντηση του καθηγητή με ένα Ιρλανδικό γνωμικό.
"Η υπομονή θα πάει το σαλιγκάρι στην Ιερουσαλήμ". Υπομονή λοιπόν... για να κερδίσεις.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Γέροντος Πορφυρίου.


**Όταν έρθει μέσα μας ο Χριστός, τότε ζούμε μόνο το καλό, την αγάπη για όλο τον κόσμο. Το κακό, η αμαρτία, το μίσος εξαφανίζονται μόνα τους, δεν μπορούν, δεν έχουν θέση, να μείνουν.
Να µην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς το Χριστό και τους ανθρώπους. Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή.
Στην ψυχή, που όλος ο χώρος της είναι κατειλημμένος από το Χριστό, δεν μπορεί να µπει και να κατοικήσει ο διάβολος, όσο κι αν προσπαθήσει, διότι δεν χωράει, δεν υπάρχει κενή θέση γι' αυτόν.
**Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, µε εμπιστοσύνη στην αγάπη και την πρόνοια του Θεού
 Δεν πρέπει να πολεμάτε τα παιδιά σας, αλλά τον σατανά που πολεµά τα παιδιά σας. Να τους λέτε λίγα λόγια και να κάνετε πολλή προσευχή.
Η προσευχή κάνει θαύματα. Δεν πρέπει η μητέρα να αρκείται στο αισθητό χάδι στο παιδί της, αλλά να ασκείται στο πνευματικό χάδι της προσευχής.
Η σωτηρία του παιδιού σας περνάει μέσα από τον εξαγιασμό το δικό σας.
Ο αγιασμός δεν είναι ακατόρθωτο πράγμα, είναι μάλιστα εύκολος, φθάνει εσείς να αποκτήσετε ταπείνωση και αγάπη.
 Αν θέλεις μπορείς να αγιάσεις και μέσα στην Οµόνοια.
**Να παρακαλάς το Θεό να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου. Κι ο Θεός, επειδή θα τον παρακαλάς πονεμένος και ταπεινωμένος, θα σου συγχωρήσει τις αμαρτίες σου και θα σε κάνει καλά και στο σώμα.
Όταν προσεύχεσαι, να ξεχνάς την σωματική σου αρρώστια, να την αποδέχεσαι σαν κανόνα, σαν επιτίμιο, για την άφεση των αμαρτιών σου. Για τα παραπέρα µην ανησυχείς, άφησέ τα στο Θεό κι ο Θεός ξέρει τη δουλειά Του.
Οι ασθένειες µας βγάζουν σε καλό, όταν τις υπομένουμε αγόγγυστα, παρακαλώντας το Θεό να µας συγχωρήσει τις αμαρτίες και δοξάζοντας το όνομά Του.
Η μεγάλη λύπη και η στενοχώρια δεν είναι από το Θεό, είναι παγίδα του διαβόλου.

Ο δεύτερος Απόστολος Παύλος της Κρήτης.


Η εγκατάσταση των Αράβων στο νησί της Κρήτης υπήρξε μεγάλης σημασίας γεγονός, και δημιούργησε σοβαρά προβλήματα για τον πληθυσμό, ο οποίος βυθίστηκε σε μια απέραντη νύκτα δουλείας για 140 περίπου χρόνια. Αποκόπηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αφανίστηκε από το προσκήνιο του Πολιτισμού. Ο Κρητικός πολιτισμός, υποχώρησε σε υποτυπώδεις μορφές, η δε Κρήτη υπήρξε κατά τους ιστορικούς η "φωλιά των πειρατών"!
Δυστυχώς, κανένα πολιτιστικό μνημείο την περίοδο αυτή στην Κρήτη, ούτε φιλολογικό έργο, ούτε κάποιος λόγιος αναφέρεται. Σ' αυτές τις δύσκολες ώρες, κάνει την παρουσία του στο τρομαγμένο νησί ο δεύτερος Απόστολος Παύλος του, ο Άγιος Νίκων "ο μετανοείτε", ο ιεραπόστολος της Κεντρικής και Ανατολικής Κρήτης, και ο τρίτος στη σειρά ανάμεσα στους αναμορφωτές του μοναχισμού της Ελλάδας, (όσιο Μελέτιο Καππαδόκη ασκηθέντα στο όρος Μυουπόλεως, και όσιο Λουκά από τη Φωκίδα ασκηθέντα στο όρος Στείριο).
Ο Νίκων, κατά κόσμον Νικήτας γεννήθηκε στον Πόντο της Μ. Ασίας το 920-925. Στο μοναστήρι της Χρυσής Πέτρας- σύνορα Πόντου, Παφλαγονίας, όπου μόνασε για δώδεκα χρόνια, απόκτησε πολλά χαρίσματα που με τη θεία χάρη τον έκαναν ικανό και δυνατό άνθρωπο του Θεού, για να βοηθήσει στον Ευαγγελισμό και στη χριστιανική διαπαιδαγώγηση του Κρητικού λαού, κάτι που ήταν και εθνική απαίτηση των καιρών εκείνων. Η Κρήτη πρέπει να τον ευγνωμονεί γι' αυτό.
Η παρουσία του στην Κρήτη συμπίπτει μετά την απελευθέρωση της από τον Βυζαντινό στρατηγό Νικηφόρο Φωκά, από τους Σαρακηνούς.
Ο όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης βρίσκεται κοντά του. Οι Κρήτες άξιζαν να ξαναβρούν την πυξίδα της ηθικής τους πλεύσεως. Η φήμη όμως του Αγίου είχε προφτάσει την παρουσία του και όταν έφτασε στο νησί, οι πιστοί τον υποδέχτηκαν ως Σωτήρα!. Υπήρξαν όμως και άλλοι, που δεν είδαν με καλό μάτι την παρουσία του. Αυτός είναι ο άνθρωπος και τότε και σήμερα.
Το ηθικό κήρυγμα του Οσίου με το παράγγελμα "μετανοείτε" ήταν σαν άλλη προδρομική φωνή σε έρημες και γυμνές ψυχές ανθρώπων που είχαν διαφθείρει οι Ασιάτες.
Άγνωστη φωνή μέχρι τότε, παράξενο το περιεχόμενο του κηρύγματος. Δύσκολη η εφαρμογή του σε ανθρώπους που κούρσεψε η αμαρτία. Πάντα ο υπόδουλος απεχθάνεται τη δουλεία και όποιον του θυμίζει δεσμά και απαγορεύσεις.
Οι Μωαμεθανοί Κρήτες έστρεψαν το μίσος πολλού κόσμου κατά του Αγίου Νίκωνα. "Αυτός που ήρθε στο νησί μας να το αναστατώσει, να μας κατηγορήσει πως είμαστε φαύλοι ανήθικοι".
Με αυτά τα λόγια νόμιζαν ότι μπορούσαν να κλέψουν από την καρδιά του Νίκωνα, το ζήλο και τη λαχτάρα για το λαό του Θεού της Κρήτης, που αγωνίστηκε για δεκαπέντε χρόνια ν' αντιμετωπίσει τούτη τη στιγμή!
Δεν κάκισε το λαό. Είχαν δυστυχώς επικρατήσει οι δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις των Σαρακηνών, γι' αυτό τα λόγια του ακούγονταν παράλογα και αλλόκοτα. Δεν είναι αυτός ο φοβερός ελεγκτής που πετούσαν αστραπές τα μάτια του και φόβιζε η φωνή του. Αυτός είναι ο εκλεκτός του Θεού με την απέραντη ανθρωπιά του και τη χριστιανοσύνη του. Γνωρίζει να ανατέμνει τις καρδιές με την αγάπη. Οι αστραπές είναι μόνο γι' αυτούς που κάνουν κακό στους άλλους. Σύντομο το κήρυγμά του. "Μετανοείτε".
Στην Κρήτη τώρα δημιουργείται μια νέα κατάσταση. Το λόγια του Αγίου αρχίζουν να γίνονται νόμος. Οι σκληροί Κρήτες τον έκαμαν για πάντα δικό τους. Το έργο του στην Κρήτη δεν ήταν συνηθισμένο και τυχαίο. Γρήγορα όλοι μιλούσαν για την αγιότητα και τη δύναμη του Οσίου. Εκείνος σαν καλός στοχαστής της ανθρώπινης αδυναμίας, διευκόλυνε την προσέγγισή του με το λαό και κατόρθωσε να απαλύνει την αγανάκτηση και δυσφορία του, ώστε αυτός ο ίδιος που τόσο είχε καεί από το θυμό και προσπαθούσε να τον σκοτώσει, τώρα να τον σεβαστεί και να τον θαυμάσει.
Πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς χρειάστηκαν για να επιδράσει σ' ολόκληρο το νησί. Από το ένα μέρος του μέχρι το άλλο, στόλισε τις πόλεις και τα χωρία με τη χριστιανική αρετή. Ναοί αρκετοί οικοδομήθηκαν παντού. Μαλάκωσε την καρδιά της Κρήτης όπως λένε οι βιογράφοι του. Οι Κρήτες παραμέρισαν τα προσωπικά τους πάθη και σε λίγο χρόνο συσπειρώθηκαν όλοι γύρω από την εκκλησία τους που άρχισαν να δημιουργούν.
Υπήρχαν όμως κι άλλοι άνθρωποι που τον περίμεναν, (στην Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθο) που είχαν ανάγκη από το κήρυγμά του, "μετανοείτε". Το ταξίδι που σχεδίασε δεν έγινε τότε. Περπάτησε τρείς μέρες και το βράδυ της τρίτης μέρας κοιμήθηκε στα ερείπια ενός παλαιού ναού, της Αγίας Φωτεινής. "εξήλθεν μεν της πόλεως Γορτύνης, ημερών δε τριών οδόν διανύσαν, εσπέραν καταλαβούσης, εν τινι τόπω κατέλυσεν, εν ω δη και παλαιοτάτου ναού εφαίνονταο λείψανα, ως εκ των γείσων εδίδετο συμβαλείν".
Λέγεται ότι ο χώρος που κατέλυσε ο άγιος ήταν στην Επαρχία Αμαρίου, χωρίς αυτό να έχει εξακριβωθεί. Πιθανόν όμως ο χώρος που κατέλυσε να ήταν ο Καρτερός. Διότι για να φύγει από την Γόρτυνα, τρις περίπου ημέρες χρειάστηκε για να βρει λιμάνι, και να φύγει για Αθήνα. Έπειτα ερείπια ναού Αγίας Φωτεινής 10ου αιώνα υπήρχαν τότε στον Καρτερό, επίσης βρέθηκε πάνω σε πέτρινη πλάκα, αγιογραφία το κεφάλι της Αγίας Φωτεινής (βρίσκεται στην Ι. Αρχιεπ. Κρήτης) και στο ναό υπάρχει η κολώνα της αγίας τραπέζης πέτρινη. Όλα αυτά πιθανολογούν ότι ο τόπος που κατέλυσε είναι ο Καρτερός.
Στον ύπνο του άκουσε φωνή να του λέει, "εδώ που κοιμάσαι ήταν κάποτε ναός και τελούνταν η θ. Λειτουργία....Εγώ είμαι η Φωτεινή η Σαμαρείτισσα. Να χτίσεις ένα ναό στο όνομά μου». Τυφλώθηκε για λίγο γιατί δεν πίστεψε στα λόγια του ονείρου και αποφάσισε να παραμείνει στην Κρήτη μέχρι να οικοδομήσει τη νέα εκκλησία στο όνομα της αγίας Φωτεινής Σαμαρείτισσας. Αποκτούσε και πάλι η Κρήτη ένα Σχολείο του Χριστού, μια βρύση κι ένα ιατρείο, ένα άμβωνα πάνω από το οποίο θα κήρυττε η αγία Φωτεινή.
Αυτή ήταν με λίγα λόγια η δράση του Αγίου Νίκωνα του "μετανοείτε" στην Κρήτη.
"Ήταν παρ' όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, πρόσφορο το έδαφος για τη δράση του. Μπορεί να πέρασαν τόσοι αιώνες από τότε που ακούστηκε το κήρυγμα του Εσταυρωμένου στην Κρήτη, όμως ανάγκη επιτακτική επέβαλε κάποιος να στηρίξει την πίστη των χριστιανών ή την επιστροφή τους στο Χριστό. Οι υπερβολές ο σάλος που προκλήθηκε από την εικονομαχία, είχαν μαράνει το ζήλο των χριστιανών και την πίστη τους. Οι Άραβες εκδίωξαν τους Κρήτες χριστιανούς συστηματικά. Τη συνέλαβαν δε και οι τότε ιστορικοί την πραγματικότητα, πως την ηθική και χριστιανική αναμόρφωση της , η Κρήτη την όφειλε στον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και στον όσιο Νίκωνα τον "μετανοείτε". (Σπ. Λάμπρου)
Τα Αραβικά κατάλοιπα γκρεμίστηκαν και η πίστη στο Χριστό ξαναζωντάνεψε. Ζεστάθηκε η ψυχή του Κρητικού από το γλυκό φως του Χριστού, η δε εκκλησία του Απ. Τίτου, Απ. Παύλου, ως τον όσιο Νίκωνα και Ιωάννη τον Ξένο, τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη θα ευφραίνεται γιατί της υπέδειξαν οριστικά πλέον και υπεύθυνα το δρόμο της Σωτηρίας που ξεκινά από το σταυροδρόμι της μετάνοιας.
Ας χαίρεται λοιπόν το νησί της Κρήτης που απαλλάχτηκε με το Σεπτό σου κήρυγμα Άγιε του Θεού Νίκωνα, από τη σκαιότητα της απάτης, και υιοθετήθηκε ασφαλέστατα στο όνομα του Σωτήρα Χριστού.
 Απολυτίκιον οσίου Νίκωνος Ήχος α’ της Ερήμου πολίτης…
Μετανοίας εδείχθης, υποφήτης Θεόσοφος,
ώσπερ ζηλωτής Αποστόλων Νίκων πάτερ μακάριε,
και Κρήτην κατευγάσας μυστικώς, και Πέλοπος
την χώραν διελθών, Λακεδαίμονα πυρσεύεις θείω φωτί,
πιστώς αναβοώσαν σοι,
δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν,
δόξα τω σε στεφανώσαντι,
δόξα τω ενεργούντι δια σου
πάσιν ιάματα.
 Μεγαλυνάριον
Χαίρει Κρητών η νήσος εν σοι, απαλλαγείσα τω σεπτώ σου κηρύγματι σκαιότητος της απάτης και τω Σωτήρι Χριστώ υιοθετηθείσα ασφαλέστατα.
 (Από τον σπηλαιώδη ιερό Ναό Νίκωνος του «μετανοείτε», και Ιωάννου του Προδρόμου στον Καρτερό Ηρακλείου)

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Η αφήγηση της Χαρίκλειας Δασκαλάκη για την εθελοθυσία του Αρκαδίου

αναδιμοσίευση απο την εφημερίδα "Πατρίς"
Το μοναδικό ντοκουμέντο της συνέντευξης στην εφημερίδα «Αιών», στις 2 Μαρτίου 1867

Είναι η ηρωική μορφή, ένα σύμβολο του αγώνα της Κρήτης για την ελευθερία. Η μάνα που έβλεπε τα παιδιά της να σκοτώνονται στις μάχες με τους Τούρκους, και τα παρότρυνε να προκαλέσουν το θάνατο, να χύσουν το αίμα τους για την ελευθερία της Κρήτης. Το όνομα της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, της Δασκαλοχαρίκλειας, έγινε θρύλος σ
ʼ όλο το νησί. Συμβόλιζε τη θυσία για τον αγώνα. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών, ενώ ο σύζυγός της ήταν απόγονος του Δασκαλογιάννη. Ο πατέρας της σκοτώθηκε στο κίνημα του 1858.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Γιώργος Εκκεκάκης στον πρώτ
ο τόμο του έργου του «Ρεθεμνιώτες» (2007), καταγόταν από τα Χάρκια Ρεθύμνου και ήταν κόρη του παλαίμαχου αγωνιστή της επανάστασης του 1821 Πέτρου του Αρκαδιώτη. Πρέπει να γεννήθηκε στο Τόλο Ναυπλίου (άγνωστο πότε), όπου είχε καταφύγει ο πατέρας της.Είχε παντρευτεί τον Μιχαήλ (Αναγνώστη) Δασκαλάκη από την Αμνάτο και ζούσε εκεί. Απέκτησε 13 παιδιά από τα οποία επέζησαν τέσσερις θυγατέρες και τρεις γιοι: ο Γεώργιος, ο Αντώνιος και ο Κωνσταντίνος. Τους έχασε και τους τρεις στην επανάσταση του 1866. Ο τελευταίος ήταν 24 χρονών όταν τον είδε να θανατώνεται δια λογχισμών μετά την κατάληψη του Αρκαδίου. Λίγο μετά από την απελευθέρωση της από την αιχμαλωσία, κατέφυγε στη Σύρο και μετά στην Αθήνα όπου και πέθανε, χωρίς να είναι γνωστή η ημερομηνία.

Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη ήταν ανάμεσα σ
ʼ εκείνους που κλείστηκαν στο μοναστήρι. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην άμυνα και την εθελοθυσία. Ήταν από τους ελάχιστους που κατάφεραν να διασωθούν. Μαζί της ήταν ο γιός της Κώστας, που βρήκε το θάνατο μπροστά στα μάτια της, και η κόρη της Ελένη, που επίσης διασώθηκε. Λίγους μήνες μετά τα γεγονότα, που αφύπνισαν την Ευρώπη και έκαναν τους ευρωπαϊκούς λαούς να ευαισθητοποιηθούν και να σταθούν δίπλα στους Κρήτες, η Χαρίκλεια αφηγήθηκε τα όσα έζησε σʼ έναν από τους Έλληνες εθελοντές που ήλθαν στην Κρήτη για να βοηθήσουν την επανάσταση. Κι εκείνος έστειλε μια δική του ανταπόκριση με την αφήγηση της ηρωικής μάνας στην εφημερίδα της Αθήνας «Αιών», που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Πέμπτης 2 Μαρτίου 1867.

Το κείμενο υπογράφεται με τα αρχικά Σ.Φ.Τ., και η εφημερίδα δεν αποκάλυπτε ποιο ήταν το πραγματικό όνομα του συντάκτη του κειμένου. Το ότι ήταν εθελοντής αποδεικνύεται από τις αναφορές του ίδιου στην ανταπόκριση.

Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη αφηγήθηκε με λεπτομέρειες τα δραματικά γεγονότα. Τις συνομιλίες των υπερασπιστών. Την απόφασή τους να ανατινάξουν στον αέρα το μοναστήρι. Κατονομάζει τον Ντελή Δράκο Τσιμπραγό, ράφτη του Ηρακλείου από τις Γωνιές Μαλεβιζίου, ως τον πυρπολητή (υπάρχει και σχετική έκθεση, την οποία έχομε δημοσιεύσει στο ένθετο αφιέρωμα για τη μεγάλη επανάσταση 1866-69, που συμφωνεί με το όνομά του), ξεκαθαρίζει ότι ο ηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάκης δεν αυτοκτόνησε, αλλά τον σκότωσε η πιστόλα του Τούρκου Μεμίρ αγά. Μιλάει για το θάνατο του γιού της, αλλά και του φρούραρχου του Αρκαδίου ανθυπολοχαγού Ιωάννη ή Γιάγκου Δημακόπουλου, που ήταν, καθώς αποκαλύπτει η ίδια, ο αγαπημένος της κόρης της Ελένης, πιθανότατα αρραβωνιαστικός της.

Το κείμενο που είχε δημοσιεύσει ο «Αιών» δημοσιεύεται στη συνέχεια.

Αλέκος Α. Ανδρικάκης


Το Αρκάδι

Εισέτι ακριβής δεν εδόθη έκθεσις περί του εν τη Ιερά Μονή του Αρκαδίου δράματος της 9 Νοεμβρίου, διότι η φύσις των γεγονότων εκείνων υπήρχε τοιαύτη, ώστε η λεπτομερής αφήγησις δεν ήτο δυνατή αμέσως. Προ ημερών τινων ηυτυχήσαμεν να λάβωμεν εκ Κρήτης την μάλλον ακριβή αφήγησιν μέρους τινος του ενδόξου κατορθώματος της ημέρας εκείνης. Η αφήγησις αύτη εγράφη παρ
ʼ Ελληνος, ού τινος το όνομα δεν δυνάμεθα εισέτι να αναφέρωμεν, επί τη καταθέσει της μητρός των δύο επιζώντων μαχητών Γεωργίου και Αντωνίου Δασκαλάκη, λειψάνου ηρωϊκού του μεγάλου εκείνου δράματος, όπερ τόσω επιφανές στέμμα έθηκεν επί του μετώπου της Ελλάδος. Ο γράψας εκάλλυνε την αρχικήν κατάθεσιν, αλλʼ ετήρησε καθʼ ολοκληρίαν την αφελή σύνταξιν της διηγουμένης ηρωΐδος. Εάν δε και άλλαι καταθέσεις υπάρχωσι, παρακαλούμεν θερμώς τους γινώσκοντας αυτάς να μην αμελήσωσι να τας συλλέξωσι και συντάξωσι, διότι η ημέρα της 9 Νοεμβρίου 1866 είναι εθνική δόξα αθάνατος.

Ιδού η έκθεσις, περί ής ανωτέρω ομιλούμεν:

“Ητο 11 ώρα π.μ. ημέρα Τετράδη της εβδομάδος και 9 του μηνός Νοεμβρίου. Ο πόλεμος είχεν αρχίσει από τα χαράγματα της Τρίτης και διήρκει συνεχής μέχρι της ώρας ταύτης, καθ
ʼ ήν οι Τούρκοι, ανανεώσαντες το πολλάκις απολεσθέν θάρρος των, επυκνούντο εις δύω φάλαγκας, συγκεντρώσαντες εις αυτάς και τους αναριθμήτους ακροβολιστάς. Χρυσοστόλιστος Πασσάς, ο υιός του Μουσταφά,Σαλίχ Πασάς, επί χρυσοφαλάρου ίππου, ξιφήρης περιέχεται μόνος τας φάλαγκας, δεικνύει τον Αλλάχ, δεικνύει και την Μονήν.Μετʼ ολίγα λεπτά αι φάλαγκες μετά κραυγών αγρίων κινούνται· και η μεν διευθύνεται άντικρυ της μεγάλης θύρας, ήν τετράκις είχε κρημνήσει το ακατάπαυστον πυρ των πυροβόλων, ήτις και τετράκις ανηγέρθη, ζυμωθείσα με το αίμα των ανεγειρόντων αυτήν· η δε, κάμψασα διʼ ελιγμού προς αριστεράν, εφαίνετο διευθυνομένη προς τας επάλξεις, άνω της προς τα Χανία θύρας. Η πρώτη φάλαγξ εστάθη, έως ότου η δευτέρα προεχώρησε 200 βήματα άντικρυ των επάλξεων και ήρξατο ακαταπαύστου πυρός, εις ό οι ημετέροι απεκρίνοντο, ρίπτοντες εις αυτήν τον θάνατον και την αταξίαν. Εις την θέσιν ταύτην ήσαν ο Ξάνθος και οΛοντόπουλος και πάντες οι εθελονταί. Το πύρ των μαχομένων εις τας επάλξεις εβοήθουν πυκνώς οι εις δεξιόν μαχόμενοι Κρήτες, Κούβος,Ντελή Δράκος,Βαλέριος Βλάχος, Μυλοποταμίται και λοιποί. Αλλʼ ήδη φωναί απαίσιαι μηνύουν, ότι η πρώτη και φοβερά φάλαγξ ήρξατο βαδίζουσα. Η δευτέρα φάλαγξ, ιδούσα το κίνημα, φωνάζει, Αλλάχ, Σουλτάν, Αλλάχ, και προτείνει τας λόγχας.

“Ενώ ο αιθήρ πυκνούται έξω της Μονής υπό των κραυγών των
Τούρκων και υπό του καπνού των πυροβόλων, ενώ προτεταμένη έρχεται η άμετρος λόγχη, Μοναχός πελώριος, με ασκεπή κεφαλήν, με χρυσούν πετραχήλιον, με σταυρόν εις την αριστεράν και μάχαιραν γυμνήν εις την δεξιάν, εξέρχεται της εκκλησίας. Ωραίος ιερεύς του Υψίστου, με φωνήν αποφάσεως λέγει: “Χριστιανοί αδελφοί,Φρούραρχε Γιάγκο, (1) ήλθεν η τελευταία στιγμή! Εις το όνομα του Θεού και της Πατρίδος νʼ αποθάμωνεν εις τας θέσεις μας”. Εις την θείαν πρόσκλησιν του ΗγουμένουΓαβριήλ ενθουσιάζονται οι μαχηταί, κλαίουν αι γυναίκες εις την φωνήν του. Ζήτω ηΕλλάς! φωνάζουν οι εθελονταί, “Επά, επά θα σώσωμε”! (Εδώ, εδώ θα τελειώσωμεν!) φωνάζουν οι Κρήτες.
“Ο
Γαβριήλ προχωρεί προς την θύραν, τοποθετεί τους μοναχούς δεξιά και αριστερά. “Κατέβα φρούραρχε. Εφθασαν οι “άνομοι”. Ο Φρούραρχος, περιτρέχων τα κελλία, τας επάλξεις, τους σταύλους, ενθαρρύνει τους πάντας, ίνα μένωσιν ακλόνητοι εις τας θέσεις των, και κατεβαίνει μετά ολίγων εκλεκτών, κάθιδρως και ξιφήρης, αναγκαλίζεται τον Ηγούμενον και παραγγέλλει να μη πυροβολήσωσι, πριν οι δύω αρχηγοί ρίψωσι πρώτοι. Την αυτήν στιγμήν τρίζει η ασθενής θύρα, και μετʼ ολίγον κρημνίζεται. Παρουσιάζονται μαύραι, άγριαι φυσιογνωμίαι, εις απόστασιν οκτώ έως δέκα βημάτων. Οι αρχηγοί πυροβολούν· μεταβάλλεται η Μονή εις κρατήρα. Ρίπτουν οι Μοναχοί. “Κτυπάτε, αδέλφια μου, σφάζετε!” και τρόμος καταλαμβάνει τους Τούρκους! Φεύγουν, σκορπίζοντες πτώματα... “Δοξαστός ο “Θεός”, επιφωνεί ο Ηγούμενος, ανυψών τας χείρας προς τον Ουρανόν και φέρων τον Σταυρόν εις τα χείλη. Ενώ ησπάζετο τον Σταυρόν, εκπυρσοκρότησις ακούεται πλησίον της θύρας και ο Ηγούμενος πίπτει... Ητον η πιστόλα του Μεμίρ Αγά, όστις εφονεύθη ευθύς. Το έκτακτον αιφνίδιον τούτο συμβάν, εν μέσω του θορύβου της μάχης, έκαμε τινας να νομίσουν, ότι ο Ηγούμενος ηυτοχειρίσθη· αλλʼ η μόνη πλησίον ευρισκομένηΔασκαλάκαινα, η επιζήσασα εκ των ευρεθέντων πλησίον, ομολογεί το γεγονός.
“Οι Τούρκοι, μακρυνθέντες, επυροβόλουν ακροβολιστικώς. Η φοβερά φάλαγξ, οικτρώς διασπασθείσα, προσεπάθει να συγκεντρωθή. Οι ημέτεροι ανεπαύθησαν ολίγον. Κατ
ʼ αυτό το διάστημα ο Φρούραρχος προσκαλεί γυναίκας, παιδία, γέροντας να ανορθώσουν την μεγάλην θύραν. “Εις την θύραν! εις την θύραν!” φωνάζουν όλοι, δράττουν ξύλα, πέτρας και χώματα, παραμερίζουν το άγιον πτώμα του Γαβριήλ, και άρχονται της εργασίας. Κάθε φράξιμον ζυμόνεται με αίμα.Σφαίρα, οβούζια, χάλαζα σφαιρών καταστρέφουν εν μια στιγμή, ό,τι κατώρθωσεν η προτεραία.Πίπτει εις τα γόνατα της μητρός της η ωραία Χαρίκλεια τωνΛειβαδιών, και, ενώ η μήτηρ την ασπάζεται, η αδελφή της αποσπά τα ενδύματα και φράττει μίαν οπήν.Σφαίρα τηλεβόλου καταστρέφει το φράξιμον και ζευγαρώνει τας αγγελικάς αδελφάς.
“Τρέξε γρήγορα, Γιάγκο, στας επάλξεις, και αναιβαίνουν “οι Τούρκοι”, φωνάζει η αδελφή του
Δασκαλάκη-“Δεν έχω “φυσέκια”. - “Φυσέκια διʼ όνομα του Θεού”, φωνάζουν από τας επάλξεις-“Πολεμάτε με της λόγχαις αδέλφια μου, και τώρα “σας φέρνω”, αποκρίνεται ηΔασκαλάκαινα. Τρέχει εις την θύραν, ανακατώνει τα πτώματα, ερευνά τας πυριταποθήκας.Αλλʼ είναι κεναί. Κατορθώνει όμως να εξέλθη της θύρας. Επʼ αυτής κενόνονται τα πυροβόλα. Ερευνά, τέλος ευρίσκει, πληροί την ποδιάν της, και, στραφείσα προς τους Τούρκους, “Σκύλοι άγριοι”, φωνάζει, “τώρα θα ιδήτε!”. Εισέρχεται, τρέχει εις τας επάλξεις: “Νά παιδιά μου, κάψετε αυτά, και φέρνω και άλλα”. Τα φυσέκια της Δασκαλάκαινας έσωσαν τας επάλξεις. Η άντικρυ αυτών στραφείσα φάλαγξ έφευγε προς εντάμωσιν της άλλης... Εκείνην την στιγμήν ο ήλιος ίστατο κατακόρυφος· εστεφάνου τους νικητάς.
“Οι Τούρκοι πυκνούνται. Πασάδες και Δερβίσαι διατρέχουσι τας τάξεις. Φωναί άγριαι σκορπίζονται εις τους αιθέρας. Εφοδος δευτέρα και τρομερά προμηνύεται. “Ερχονται!” - “Καλώς να “έλθουν τ
ʼ αγαδάκια!”. Οι εις το δεξιόν μαχόμενοι Κρήτες είχον φυσέκια αρκετά, οι εις το αριστερόν εθελονταί ολίγα, και οι εις το κέντρον, όπισθεν και άνωθεν της θύρας, επίσης ολίγα. ΟΦρούραρχος καταβαίνει πάλιν εις την θύραν. “Μη ρίψετε, “αδέλφια μου, πριν ρίψω. Ας τε να πλησιάσουν. Κάθε σφαίρα “μας να στέλλη ζευγάρι στον Αδην.” -Πάλιν όλη η Μονή μεταβάλλεται εις κρατήρα· τρίζει η θύρα... Αλλά την φοράν ταύτην οι Μοναχοί επιδεξίως ρίπτουν δια δοκών την θύραν προς τα έξω, ήτις πίπτουσα καταπλακώνει τους όπισθεν της Τούρκους. “Κτυπάτε, αδέλφια μου”, φωνάζει ο γενναίος Φρούραρχος και ρίπτει προ δέκα ποδών βδελυρόν Αραβα.Κενώνουν οι Μοναχοί τα τετραπλά όπλα των, σχηματίζουν τα πτώματα των Τούρκων προμαχώνας και όπισθεν αυτών πυροβολούν. Οι Τούρκοι, πανταχόθεν πυροβολούμενοι και σωρηδόν πίπτοντες, φεύγουν έντρομοι. Η μάστιξ τους περιμένει, εργάζεται δραστηρίως, ο Σουλεϊμάν Πασάς, τσαλαπατεί με τον ίππον του Αραβας και Ζουάβους· αλλά πίπτει πληγωμένος. Οι ημέτεροι αναπαύονται.
“Ητο 3 ώρα μ.μ. Ο
Μουσταφάς, περικυκλωμένος υπό των λοιπών Πασσάδων, ομιλεί, αφρίζει και με το αλβανικόν πείσμα του κραυγάζει. “Αμέτ-Μουαμέτ θα τους κάψουμε!”. Αι φωναί ηκούοντο, αλλʼ αι σφαίραι έλλειπον, ίνα τον χαιρετήσουν αγορεύοντα. Ηθέσις των ημετέρων ήτο δεινή. Ελλειπον φυσέκια. ΗΔασκαλάκαινα επαρηγόρει τον πληγωθέντα υιόν της και δεν είχε καιρόν να τρέξη έξω.Ηθύρα ήτον ανοικτή και δεν επεχείρησαν να την αναγείρουν, ως ανωφελή. Απεφάσισαν λοιπόν να αφήσωσι τους Τούρκους να εισέλθουν, να πλημμυρίσουν την Μονήν και τότε εντός υπονόμου, κάτωθεν της εκκλησίας, να ανάψουν την μεγάλην πυράν, ήτις έμελλε να υψώση τας φλόγας της εις ύψος καταφανές υπό παντός του κόσμου. Ερχονται μανιώδεις και αφρίζοντες οι Τούρκοι· εισχωρούν δια της μεγάλης θύρας ελευθέρως· τρέμουν εις κάθε βήμα των. Η ησυχία τους προξενεί φρίκην, ο θάνατος κατοικεί εντός, και δια τούτο σιωπούν.
“Ο
Φρούραρχος, διερχόμενος ίνα έλθη εντός της εκκλησίας, ίνα ο ίδιος βάλη το πύρ, ως εφώναζεν από τας επάλξεις, διέρχεται μέγα κελλίον, εις ό είχον κλεισθή εννενήκοντα σχεδόν γυναίκας και παιδία. Αι γυναίκες, ακούσασαι, ότι πορεύεται να βάλη το πύρ εις την πυριτοθήκην, διαρρήγνυνται εις κλαύματα και ολολυγμούς, οίτινες τον προσκαλούν να τους παρηγορήση· προσπαθείν ά εξέλθη, δεν τον αφίνουν· αλλά, και αν τον άφινον, ήτον πλέον αδύνατον να φθάση μέχρι της Εκκλησίας. Οι Τούρκοι είχον πλημμυρήσει την αυλήν, είχον σφάξει τους εις τα κελία μαχητάς, και εβάδιζαν προς το κελλίον εις ό ήτον ο Φρούραρχος. Εκείνην την στιγμήν κρατήρ εξερράγη μέγας, και ο ουρανός επληρώθη πτωμάτων. ΟΝτελήΔράκος είχε τελειώσει την ένδοξον απόφασιν των μαχητών της Πίστεως και της Πατρίδος.Το κελλίον υπέστη φοβερούς κλονισμούς, φλόγες, και εκ των θυρών και εκ των παραθύρων, εισήλθον αθρόαι. Αλλʼ οι άνθρωποι δεν εφονεύθησαν. Επήλθε σιγή ιερά και πένθιμος... Μετά παρέλευσιν ικανής ώρας, φωνή ακούεται εκ των ερειπίων ενός κελίου: “Ηγούμενε! Ηγούμενε! παραδώσου και μα τον Αλλάχ, μα το κεφάλι τουΣουλτάνου μας, δεν σε σφάζουμε!”. Ενόμιζον, αγνοείται πόθεν, ότι έζη ο Ηγούμενος. Την αυτήν στιγμήν, είς των πέντε και μόνων ανδρών τουΦρουράρχου εξέρχεται να εύρη φυσέκια· αλλʼ ο προτείνων την παράδοσιν τον εξαπλόνει νεκρόν. “Ατιμοι Τούρκοι”, πλήρης οργής φωνάζει ο Δημακόπουλος, “ελάτε να μας πάρετε· είμαι ο Φρούραρχος, είμαι Ελλην αξιωματικός, ελάτε να σας δώσω το σπαθί μου”. Οι Τούρκοι εις την γενναίαν αυτήν απάντησιν πτοηθέντες και υπό του θορύβου των γυναικών, άς οι Τούρκοι εθεώρησαν ως ανδρών, όχι μόνον δεν επετέθησαν, αλλʼ ευθύς απεσύρθησαν.
“Ο
Φρούραρχος, απηυδημένος και φλεγόμενος υπό της δίψης, εζήτησεν ύδωρ· αλλά δεν υπήρχε. Εναγκαλίζεται τότε την Δασκαλάκαινα, την φιλεί, και την παρακαλεί να του εύρη ολίγον ύδωρ- “Παιδί μου δεν είναι νερό, αλλά να καταιβώ εις την κάτω σκάλα, εκεί έκρυψα προ ολίγου ένα σακκίδιον με φυσέκια, όπου είχα συνάξει από τους σκοτωμένους. Αν κατορθώσω να το φέρω, τότε βάλλεις μίαν σφαίραν εις το στόμα σου και περνά η δίψα”. Καταβαίνει, ευρίσκει το σακκίδιον, ερευνά εις τα σακκίδια των φονευμένων, ευρίσκει ολίγον οίνον εις εν αγγείον και σάκχαριν, και αναβαίνει με την πολύτιμον λείαν, εν μέσω σφαιρών.
“Ο ήλιος προ ολίγου είχε δύσει, και ήρχετο η νύξ, ως να ήθελε και αύτη να ίδη τον γίγαντα της ημέρας και να τον χαιρετήση. Οι Αραβες κατέλαβον τα ερείπια των κελλίων, και ήρξαντο πυροβολισμού συνεχούς. Οι πέντε γενναίοι επί δύο ώρας εμάχοντο εν μέσω του σκότους, και με την βοήθειαν των φλογών των καιομένων δένδρων, ξύλων, αχύρων, κ.τ.λ., εφόνευον πλήθος Τούρκων. Τέλος ορμούν ξιφήρεις οι Τούρκοι. Τότε εγείρεται εκ της νάρκης και ο υιός της Δασκαλάκαινας... “Μητέρα! Μητέρα! το ρεβόλβερ, το μαχαίρι!” - “Νά το παιδί μου, εδώθεν εμβαίνουν, παίξε, διότι εγώ δεν ηξεύρω να παίξω “με αυτό”. Κενώνει αιμοσταγής ο ήρως τας πέντε βολάς και κρατεί την μίαν δια τον εαυτόν του. Προ της θύρας κενώνει επίσης ο Φρούραρχος τας πέντε βολάς του πολυκρότου πιστολίου του, και κρατεί επίσης την μίαν...
Δασκαλάκαινα μητέρα μου, Ελένη αγαπημένη μου! (ο ενάρετος νέος είχεν ερασθή της ηρωϊκής νεανίδος) σωθήτε, όπως δύνασθε, εγώ πλέον απηύδησα, θα φονευθώ, για να μη με πιάσουν σκλάβον!” - “Οχι Γιάγκο μου, όχι παιδί μου, με το κάμης”. Αι παρακλήσεις, τα δάκρυα και το αγνόν φίλημα της θυγατρός τον απέτρεψαν. “Ακουσε Γιάγκο μου, εδώ είναι μικρό παραθυράκι, πήδησε, είναι σκοτάδι, και ίσως γλυτώσεις. Δι
ʼ ημάς, οΘεός θα μας σώση· ίσως μας λυπηθούν οι σκύλοι· αλλά σύ δεν έχεις σωτηρίαν”. - “Είναι αργά, μητέρα μου, τώρα πλέον”. Δεν επρόφθασε να τελειώση τον λόγον, και βλέπει τους Τούρκους άντικρυ... Κτυπά ένα με το ξίφος, και ενώ δύω λόγχαι ήσαν έτοιμοι να τον διατρυπήσουν, φωνή ισχυρά τους εμποδίζει: “Μη τον σφάζετε! “ζωντανό!”. Τας φωνάς ταύτας Κρητός Τούρκου εν τω άμα τα μεθηρμήνευσε γλώσσα Τουρκική... Ο ήρως συνελήφθη επί σωρού πτωμάτων.
“Μετ
ʼ ολίγον μόναι αι φλόγες της καιομένης Μονής, εν μέσω του φοβερού σκότους, ήσαν οι μάρτυρες του μεγάλου δράματος. ΟΦρούραρχος, μετά τεσσάρων συντρόφων του, απήγετο ενώπιον του Πασά δέσμιος, υπό αναριθμήτου πλήθους συνοδευόμενος. Τα επιζήσαντα εν τω κελλίω γυναικόπαιδα συνώδευσαν και ωδήγουν επίσης οι Τούρκοι ενώπιον του Πασά.
“Ο
Φρούραρχος ετήρει κατά το διάστημα τούτο μεγαλοπρεπή και υπερήφανον σιγήν. Αμα έφθασεν ενώπιον του Μουσταφά, περικυκλωμένου εν τη πλουσία σκηνή του υπό πλήθους επιτελών χρυσοφόρων, έστησε τα βλέμματά του επί του Μουσταφά λαβών στάσιν θαυμασίαν. “Ποιός είσαι Μωρέ;” τω λέγει αφρίζων οΠασσάς. “ΟΔημακόπουλος!” “Ιντα διάολος είσαι;” - “Αξιωματικός Ελλην”. - “Πάρτε τον δικό σας!”. Ητον απόφασις θανάτου. Τί εγένετο κατόπιν, η δυστυχής Δασκαλάκαινα δεν είδε...
“Την πρωΐαν αι γυναίκες απήλθον· καθ
ʼ ήν δε στιγμήν ανεχώρουν, ήκουσαν πυροβολισμούς συγχρόνους. Ητον, ως εκ των υστέρων απεδείχθη, εμπαιγμός Τουρκικός, να δείξουν, ότι δια τουφεκισμού εφόνευσαν τους αιχμαλώτους.
“Τρεις ημέρας μετά ταύτα η Δασκαλάκαινα μετά της θυγατρός της ανεζήτουν εν τω φοβερώ πεδίω τα προσφιλή των τέκνα.
Πλησίον της σκηνής τουΠασά ανεγνώρισαν τονΔημακόπουλον. Εφερε δεκαοκτώ μεγάλας πληγάς διά μαχαίρας και πλήθος μικράς, ουδεμίαν δε βολήν πυροβόλου. Η ωραία κεφαλή του ουδέν έφερε τραύμα. Φαίνεται, ότι τω επέτρεψαν να βλέπη τας εις τα σπλάχνα του βυθιζομένας μαχαίρας, μέχρις εκπνοής.Τρίς εδρασκέλισαν το πτώμα του υιού των, και δεν τον ανεγνώρισαν. Τέλος εκ πληγής άλλης εποχής, ήν είχεν εις τον πόδα, τον εγνώρισαν. Μεταξύ των πέντε ήτο και το πτώμα του ήρωος Κούβου. Εσταύρωσαν τας χείρας των, ήνοιξαν λάκκον, και έθαψαν δια των ιδίων χειρών τους μάρτυρας της Πίστεως και της Πατρίδος, ρίψασαι επʼ αυτών ολίγα χαμόκλαδα.
“Πορευόμενοι δύω μήνας μετά ταύτα εις την Ανατολικήν Κρήτην, ίνα επαναστατήσωμεν, διήλθομεν δια του Αρκαδίου. Αγνοών τα καθέκαστον δεν ησπάσθην την γην, ήτις έκρυπτε τα κόκκαλα του ενδόξου Φρουράρχου και αγαπημένου φίλου μου. Εστάθην πλησίον του τάφου, αλλ
ʼ...”.

(1)
Φρούραρχος ήν ο γενναίος αξιωματικός Ιωάννης Δημακόπουλος, περί ού πολλάκις εν τω Αιώνι εγένετο λόγος.



Σ.Φ.Τ.